- αμφιδοχέας
- ο Ιατρ.τύπος αντισώματος που διαθέτει, σύμφωνα με την ορολογία τού Π. Έρλιχ (P. Ehrlich), δύο απτοφόρες ομάδες, από τις οποίες η μία συνδέεται με το αντιγόνο και η άλλη με το λεγόμενο συμπλήρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek